ποζιτιβιστής

ποζιτιβιστής
ο
οπαδός του ποζιτιβισμού, αλλ. θετικιστής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποζιτιβιστής — ο, Ν οπαδός τού ποζιτιβισμού, θετικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. positiviste < γαλλ. positif «θετικός» + κατάλ. iste (βλ. ιστής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”